Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου στην Πελοπόννησο



Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου στην Πελοπόννησο




Τα χριστόψωμα, τα κεράσματα, τα λαλάγια, το τσιγαρισμένο χοιρινό κρέας, το πάτημα της πέτρας, καθώς και τα φαγητά στην κρήνη για τις Μοίρες, είναι μερικά από τα έθιμα της περιόδου των Χριστουγέννων που τηρούνται σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου.

Η Πρωτοχρονιά, που αποτελεί πέρασμα στο νέο χρόνο, είναι φυσικό να συνδέεται με συνήθειες που εξασφαλίζουν το καλό, την ευετηρία, και την αποφυγή ενεργειών που μπορεί να σημαίνουν κακό για το χρόνο που έρχεται.

Έθιμα που οι ρίζες τους χάνονται στο χρόνο, αναβιώνουν κάθε χρόνο σε ολόκληρη την Ελλάδα. Άλλοτε με χορούς και τραγούδια, άλλοτε με παραδοσιακές λιχουδιές, άλλοτε με το άναμμα του τζακιού ή το σπάσιμο του ροδιού, άνθρωποι από κάθε γωνιά της χώρας κρατούν ζωντανά τα κομμάτια του πολιτισμού και της ιστορίας μας.

Τα κάλαντα είναι έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι σε ζεύγη ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο η ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, η φυσαρμόνικες. Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;». Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη η την νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ο νοικοκύρης τα ανταμείβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερά τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες. Κάλαντα λέγονται την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή.

Το έθιμο της βασιλόπιτας υπάρχει σε όλο τον ελληνικό χώρο. Το μοίρασμα της πίτας γίνεται για το καλό της χρονιάς, για την καλή τύχη του σπιτιού και για την ευλογία του Αγίου Βασιλείου. Μια λόγιας προέλευσης παράδοση αναφέρει ότι, όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους. Οι φοβισμένοι κάτοικοι ακολουθώντας την προτροπή του Αγίου μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχαν και βγήκαν με τον δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον έπαρχο. Ο Άγιος Βασίλειος με την πειθώ του και την εμφάνισή του έπεισε τον έπαρχο να μην πάρει τα τιμαλφή των κατοίκων. Έτσι ανέκυψε το πρόβλημα της επιστροφής των δώρων στους ιδιοκτήτες τους. Ο Άγιος σκέφτηκε και προέτρεψε τους κατοίκους να παρασκευάσουν μικρές πίτες και έβαλε μέσα σε κάθε μια ένα αντικείμενο. Με θαυματουργό τρόπο καθένας πήρε ό,τι είχε προσφέρει. Από τότε στη γιορτή του Αγίου φτιάχνουμε πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα. Η παράδοση αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας όπου ο Άγιος ήταν ιδιαίτερα οικείος.
Η βασιλόπιτα (κουλούρα) παρασκευαζόταν παραδοσιακά όπως και σήμερα σε όλη την Ελλάδα. Είτε έφτιαχναν χωριστά τη μαντική πίτα από τον εορταστικό άρτο είτε τα συνδύαζαν.

Ο πρώτος που θα μπει το πρωί στο σπίτι μας, μας κάνει ποδαρικό. «Το πιο σπουδαίο ποδαρικό είναι την Πρωτοχρονιά και την πρώτη του Σεπτέμβρη αλλά και στην αρχή του μήνα, της εβδομάδας και της μέρας. Οι καλορίζικοι ή καλόμοιροι, συνήθως τα μικρά παιδιά, προσκαλούνται να μπουν πρώτοι το πρωί της αρχιχρονιάς, την 1η Ιανουαρίου και την Πρωτοχρονιά της 1ης Σεπτεμβρίου, καθώς «είναι καλοπόαροι» ή έχουν «καλόν πουαρικόν» και έτσι η οικογένεια απαλλάσσεται από κάθε ασθένεια και κακό, «δεν την πιάν’ αρρώστια».

H οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία για τη θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ο νοικοκύρης κουβαλά μαζί του ένα ρόδι για να το «λειτουργήσει». Κατά την επιστροφή στο σπίτι, ο νοικοκύρης πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας -δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του- και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά». Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.

Στη Μάνη, οι οικογένειες ψήνουν στον φούρνο του σπιτιού τα χριστόψωμα, τα οποία κόβει ο οικοδεσπότης ανήμερα τα Χριστούγεννα, αφού πρώτα ευχηθεί χρόνια πολλά. Επίσης, σε πολλά σπίτια ζυμώνουν και τηγανίζουν τα μανιάτικα λαλάγια. Μάλιστα, η πρώτη τηγανίδα είναι πάντα μεγάλη, έχει ένα σταυρό και είναι του Χριστού.

Τα «καρκατζόλια» στα χωριά της Έξω Μάνης

«Τις λιγοστές ώρες που μέναμε το βράδυ στο μαγερειό, κοντά στην αναμμένη φωτογονία, πνιγμένοι στον καπνό, ακούγαμε τις κυράδες μας, να μας λένε για τα καρκατζόλια (καλλικαντζάρους), που ήταν λέει κάτι μαγαρισμένα δαιμονικά. Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη και προσπαθούσαν να κόψουν το τεράστιο δέντρο που την κράταγε με όλες τις πολιτείες και τα Χωριά της. Ήθελαν να την δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές όμως Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη Γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους, γιορτές μέρες που έρχονταν, μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους. Έμεναν μέχρι την Πρωτάγιαση, που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: "Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ' ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του", και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι κουτούτσικοι καλλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι η γη έμενε και θα μένει στη θέση της.»
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)

Τα «Τσιλικρωτά» στη Δυτική Μάνη

Και στη Μάνη ακούγονται δοξασίες για τα δαιμονικά και άλλα υπερφυσικά όντα, που βγαίνουν τα δωδεκαήμερα από του Χριστού ως τα Φώτα. Πρόκειται για τους Καλικάντζαρους. Πολλοί λαογράφοι υποστηρίζουν πως είναι οι Καλικάντζαροι απόγονοι του τραγοπόδη θεού Πάνα ή των Σατύρων, που πηδήσανε από την μυθολογία στη χριστιανική ζωή. Ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας Νικ. Γ. Πολίτης στις «Παραδόσεις» του αναφέρεται σε Λυκοκατζαραίους, Σκαλικαντζέρια, Καρκαντζέλια, Κωλοβελώνηδες, Πλανηταρούδια, Κάηδες, Παγανά. Στην περιοχή της Αντρούβιτσας (Δ. Μάνη) ονομάζουν τους Καλικάντζαρους Τσιλικρωτά. Τους Καλικάντζαρους που μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γιατί τους προσελκύει η μυρωδιά του λαδιού από τις τηγανίδες, ο λαός τους έχει πλάσει ψηλούς, μαυριδερούς, ισχνούς, άσχημους με κόκκινα άγρια μάτια και τριχωτό όλο το σώμα.
Θεωρούνται «μαγαρισμένοι» και σιχαμεροί, κάνουν ζημιές όπως: Σβήνουν τη φωτιά, μαγαρίζουν τα εδέσματα, παρενοχλούν τους ανθρώπους, κυρίως τα παιδιά και τις γριές και χοροπηδάνε στους δρόμους. Τρώνε βατράχους, χελώνες, φίδια, σκουλήκια κ.ά. Οι άνθρωποι προσπαθούν να εξολοθρεύσουν τις βλαπτικές τους ενέργειες με εξορκισμούς ή προσφορά γλυκισμάτων, τηγανίδων κ.τ.λ. Ο μεγάλος τους φόβος είναι ο αγιασμός.

Στο Θεόκτιστο της Αρκαδίας αναβιώνει τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων το έθιμο του παστού και της τσιγαρίδας. Συγκεκριμένα κάτοικοι και επισκέπτες συγκεντρώνονται όλοι μαζί και τρώνε παρέα, χορεύουν και τραγουδούν.

Στα χωριά των Καλαβρύτων οι νοικοκυρές ετοιμάζουν με ιδιαίτερη επιμέλεια τα χριστόψωμα, τα οποία διαφέρουν από το ψωμί που παρασκευάζουν τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου. Τα χριστόψωμα είναι λευκά και αφράτα, περιέχουν σουσάμι και καρύδια, ενώ στο επάνω μέρος είναι σχηματισμένος ο σταυρός.

Στη Μεσσηνία, και όχι μόνο, ένα από τα έθιμα είναι το σπάσιμο του ροδιού την Πρωτοχρονιά μετά την επιστροφή από την εκκλησία. Ο νοικοκύρης μπαίνει πρώτος στο σπίτι με το ρόδι στο χέρι και αφού το σπάσει, ρίχνοντάς το κάτω, κάνει ευχές.

Επίσης, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν τα μέλη της οικογένειας βγαίνουν από το σπίτι, πατούν πάνω σε μία μεγάλη πέτρα, την οποία έχει τοποθετήσει στο κατώφλι η νοικοκυρά από την παραμονή.

Στην Κορινθία, ένα από τα έθιμα είναι αυτό της ψυχοκόρης. Συγκεκριμένα ανήμερα την Πρωτοχρονιά, όταν η οικογένεια επιστρέφει από την εκκλησία, η έφηβη κόρη τούς υποδέχεται, κρατώντας ένα μεγάλο πιάτο με γλυκά και τα προσφέρει.

Στην Ερμιόνη της Αργολίδας, οι νέοι τηρούν την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων το έθιμο του «Γιάλα-Γιάλα». Ειδικότερα, την παραμονή της εορτής στολίζουν με φύλλα φοίνικα τις βάρκες από όπου θα βουτήξουν στη θάλασσα για να πιάσουν το Σταυρό. Ανήμερα των Θεοφανείων, έχοντας φορέσει παραδοσιακές ναυτικές στολές, περνούν από τα σπίτια και δέχονται κεράσματα και ευχές, τραγουδώντας το «Γιάλα-Γιάλα», έως την ώρα που θα πέσουν στη θάλασσα για να πιάσουν τον Σταυρό.

Σε χωριά της Αρκαδίας, κάτοικοι τοποθετούν σε κρήνες, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, διάφορα φαγητά για τις Μοίρες. Εάν τη επόμενη ημέρα δεν τα βρουν, σημαίνει για αυτούς ότι η νέα χρονιά θα είναι καλή, ενώ εάν είναι στη θέση τους, τότε πιστεύουν θα συμβεί το αντίθετο.

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς έβρισκε πρωί-πρωί τους κατοίκους της Αλευρούς στη Λακωνία να ασχολούνται με τις συνηθισμένες τους δουλειές. Έπρεπε να συγυρίσουν, να μαγειρέψουν, να φροντίσουν τα ζώα τους και αν ο καιρός το επέτρεπε πήγαιναν από νωρίς στα κτήματά τους για να μαζέψουν ελιές. Το απόγευμα όμως φρόντιζαν να έχουν επιστρέψει όλοι στα σπίτια τους και περίμεναν πότε θα περάσουν τα παιδιά (συνήθως μόνο αγόρια) για να τους ψάλουν τα κάλαντα. Τα υποδέχονταν με μεγάλη χαρά και αν δεν είχαν χρήματα να τους προσφέρουν, τα φίλευαν με διάφορες λιχουδιές όπως ξερά σύκα, καρύδια ή κουραμπιέδες. Το βράδυ της παραμονής οι νοικοκυρές έψηναν στο τζάκι, μέσα στην χόβολη, μία μεγάλη κουλούρα ζυμωμένη με νερό και αλεύρι, την οποία μετά το ψήσιμο την άλειφαν με μέλι και την πασπάλιζαν με τριμμένα καρύδια. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, αφού επέστρεφαν από την εκκλησία, κρέμαγαν την κουλούρα στο κέρατο του βοδιού τους και περίμεναν πότε αυτό θα την τινάξει από το κεφάλι του. Αν μετά το τίναγμα η κουλούρα έπεφτε στο πάτωμα με την όψη προς τα επάνω, έλεγαν ότι η σοδειά της νέας χρονιάς θα ήταν καλή. Το μεσημέρι συνήθιζαν να τρώνε το παραδοσιακό φαγητό της πρωτοχρονιάς, πού ήταν κοτόσουπα αυγολέμονο και μάλιστα από κότα μιας… κάποιας ηλικίας ώστε να βγάλει και αρκετό ζωμό. Για να γλυκάνουν δε τον νέο χρόνο και όλη την οικογένεια, έφτιαχναν λαλαγγίδες (τηγανίτες).



Πηγή:

eleftheriaonline.gr

lakonikos.gr

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Έθιμα του Δωδεκαήμερου στην Στερεά Ελλάδα



Έθιμα του Δωδεκαήμερου στην Στερεά Ελλάδα




Σε καλή σοδειά και προκοπή εστιάζουν οι ευχές και τα πλούσια έθιμα την εορταστική περίοδο στη Στερεά Ελλάδα.


Το Πάντρεμα της φωτιάς

Μετά τα Χριστούγεννα, οπότε στη Ρούμελη έχουμε το αρραβώνιασμα της φωτιάς, με το νέο έτος έρχεται η συνέχεια: το πάντρεμα της φωτιάς που γίνεται τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς. Στο τζάκι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μπαίνουν δύο μεγάλα ξύλα. Ο νοικοκύρης φροντίζει να είναι ακριβώς ίδια και να καίγονται το ίδιο. Σύμφωνα με την παράδοση τα δύο ξύλα συμβολίζουν την αλλαγή της ημέρας αλλά και την αλλαγή του χρόνου. Η παράδοση επιμένει ότι όποια ευχή και αν κάνει κάποιος εκείνη τη μέρα ακόμη και κατάρα, αυτή θα πιάσει τόπο.


Σε άλλες περιοχές της Φωκίδας και της Ευρυτανίας αυτό έχει αντικατασταθεί με το “σπούρνι”. Ένα μικρό παιδί κάθεται σταυροπόδι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, ρίχνει αλάτι πάνω στη φωτιά και κάνει διάφορες ευχές για την οικογένεια, για την υγεία, για τα σπαρτά που σύμφωνα με την παράδοση «πιάνουν τόπο». Αποζημίωση του μικρού παιδιού είναι το πρώτο και καλύτερο κομμάτι «μπακλαβά» που φτιάχνουν οι νοικοκυρές.


Μπακλαβάς

Είτε με καρύδια, που είναι επικρατέστερο, είτε με αμύγδαλα, κάθε σπίτι στην Ρούμελη έχει το μπακλαβά του. Υπάρχει μάλιστα ανταγωνισμός στις νοικοκυρές για το ύψος που θα έχει το γλυκό τους, το μέγεθος του ταψιού που θα χρησιμοποιήσουν ενώ τις προηγούμενες ημέρες το ξενύχτι είναι δεδομένο για να ανοίξουν τα χειροποίητα “φύλλα”.


Βασιλόψωμο - Βασιλοκουλούρες

Μέσα σε όλα τα άλλα ξεχωρίζουν το «βασιλόψωμο» και οι «βασιλοκουλούρες» που τρώγονται ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, αφού από τον Άη Βασίλη πήρε το όνομά του. Σε ορισμένες περιοχές εκτός από αλεύρι οι νοικοκυρές βάζουν μέσα ρεβίθι αλεσμένο, ή ακόμη και ντόπιο καλαμπόκι. Βάζουν μέσα βασιλικό και μυρωδικά και πάνω του δημιουργούν διάφορα σχήματα και παραστάσεις οι οποίες έχουν σχέση με την καθημερινότητα. Αφορούν είτε στην παραγωγή και τα χωράφια, είτε στην υγεία και τα ακίνητα είτε στην οικογένεια. Μετά το ψήσιμο του είναι έτοιμο να κοπεί, την ώρα του φαγητού, το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς.


«Καμήλες και Ντιβιτζήδες»

Πρόκειται για ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο της Ανατολικής Ρωμυλίας που έχει μεταφερθεί στο Νέο Μοναστήρι της Βόρειας Φθιώτιδας. Έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και παραπέμπει στις γιορτές προς τιμή του Διονύσου, όπου οι πιστοί μεταμφιέζονταν και τιμούσαν τον θεό με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας, διαμορφώθηκε ανάλογα για να μπορέσει να διατηρηθεί. Θα μπορούσε να πρόκειται για το έθιμο των Μωμόγερων από το χωριό Λιβερά της ορεινής Τραπεζούντας – μόνο που πρόκειται για ένα άλλο έθιμο της Πρωτοχρονιάς, και έρχεται από την ανατολική Ρωμυλία.

Το δρώμενο Καμήλες και Ντιβιτζήδες (καμηλιέρηδες) είναι ένα από τα πιο γνωστά πρωτοχρονιάτικα έθιμα της ανατολικής Ρωμυλίας. Εξίσου διαδεδομένο είναι στον Πόντο, τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια, και σε χώρες όπως η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Σλοβενία.

Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί, είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον ξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες. Στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και τα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ’» (ξύλινο ρόπαλο) το οποίο χτυπούνε χάμω εκβιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, τη γονιμότητα της γης.

Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί), με έναν μακρόστενο λαιμό από προβιά, όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα).
Ο θόρυβος των κουδουνιών, καθώς η καμήλα κουνιέται, συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη.
Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μη γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής (παίζει φλογέρα) συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες (χορωδίες) από σπίτι σε σπίτι.

Μετά την πρωτοχρονιάτικη λειτουργία στην πλατεία του Ν. Μοναστηρίου οι ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί θα ανοίξουν το χορό στην πλατεία του χωριού. Λίγο αργότερα στον κύκλο θα πιαστούν κάτοικοι και επισκέπτες, χορεύοντας κυρίως ζωναράδικο και συγκαθιστό. Το γλέντι ολοκληρώνεται αργά το απόγευμα με τη μάχη των ντιβιτζήδων με τις καμήλες, αλλά τα οι χοροί συνεχίζονται όλη την ημέρα στις ταβέρνες του χωριού.


Το σπάσιμο του ροδιού

Στα χωριά της Νότιας Εύβοιας το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.


Ποδαρικό

Πολλοί άνθρωποι στη Φθιώτιδα και την Ευρυτανία πιστεύουν ακόμα και σήμερα ότι είναι σημαντικό το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους. Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να πάει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό. Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούργιου χρόνου.

Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ό,τι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές.

Ο νέος χρόνος πρέπει να μας βρει με κάποιο καινούργιο ρούχο, σύμβολο ευημερίας, ενώ μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας και αφού μοιραστούν τα δώρα, ξεκινούν τα τυχερά παιχνίδια. Αυτός που θα κερδίσει θα είναι τυχερός για όλη τη νέα χρονιά.


Έθιμα των Φώτων

Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα δεν είναι λίγοι οι νοικοκυραίοι στη δυτική Φθιώτιδα που κρατώντας το έθιμο βάζουν στο τζάκι αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι και να μην κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Οι πιστοί στις παραδόσεις, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια, που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν καλογήρους.

Σε χωριά της δυτικής Φθιώτιδας το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες παρέες αγοριών και μεγαλύτερων ανδρών κρατώντας μεγάλα κουδούνια στα χέρια τα οποία χτυπούσαν συνεχώς, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων. Οι νοικοκυραίοι του χωριού τους φίλευαν χριστουγεννιάτικα εδέσματα τα οποία στο τέλος της βραδιάς γεύονταν όλοι μαζί στις ταβέρνες του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας.



Πηγή: sofokleousin.gr

Κεφαλονίτικα Χριστουγεννιάτικα έθιμα - Ξεχασμένες παραδόσεις του Δωδεκαημέρου στο νησί


Κεφαλονίτικα Χριστουγεννιάτικα έθιμα - Ξεχασμένες παραδόσεις του Δωδεκαημέρου στο νησί




Aπό την παραμονή των Χριστουγέννων, ξεκινά η περίοδος του Δωδεκαημέρου, μέχρι το πρωί του Αγιασμού που έχει συνδεθεί με δεισιδαιμονίες από τα Ρωμαϊκά χρόνια. Τότε οι άνθρωποι φαντάζονταν ότι όταν η μέρα αρχίζει να υπερισχύει σε διάρκεια της νύχτας, οι δαιμονικές δυνάμεις του χειμώνα πάλευαν να μην υποταχθούν στον αήττητο Ήλιο.


Έτσι, η Χριστιανική εκκλησία μέσα στην περίοδο του δωδεκαημέρου εορτάζει τρεις φορές, τα Χριστούγεννα, την Περιτομή (ή Άγιος Βασίλειος) και τα Φώτα, ώστε ο κόσμος να απαλλαγεί από τα κακά πνεύματα. Εξάλλου, η γέννηση του Χριστού φέρνει στον κόσμο την ελπίδα για επικράτηση της καλοσύνης και της αγάπης στους συνανθρώπους μας.


Παλιότερα, στην Κεφαλονιά υπήρχαν αρκετά έθιμα για όλες τις γιορτές του δωδεκαημέρου, που δυστυχώς στις μέρες μας τείνουν να εξαλειφθούν. Το πρώτο από αυτά ήταν την παραμονή των Χριστουγέννων, αφού «βραδιώσει» καλά, να ανάβουν την φωτιά του Δωδεκαημέρου, που έπρεπε να κρατήσει με τη στάχτη της μέχρι την ημέρα του Αγιασμού. Οι νοικοκυρές με ένα δαυλί – κάρβουνο σχημάτιζαν στις πόρτες και τα παράθυρα σταυρούς, ώστε οι καλικάτζαροι, τα «παγανά» όπως τα λέμε στη Κεφαλονιά, να μην μπουν στο σπίτι. Συγχρόνως, σαν ευχή ή σαν ξόρκι έλεγαν:


Χριστός γεννάται
το φως αξαίνει
και το σκοτάδι μικραίνει!


Το φως εκείνες τις μέρες που αυξάνεται σε σχέση με τη νύχτα, είναι χρήσιμο για τη βλάστηση και την παραγωγή της σοδειάς και κατ’ επέκταση για την κτηνοτροφία.


Επίσης, υπάρχουν πολλά άλλα έθιμα και δεισιδαιμονίες σε σχέση με τα παγανά, όπως η κρισάρα (το κόσκινο) στην καπνοδόχο, η προφύλαξη του διαβάτη στο δρόμο, αρκεί να έχει πάνω του έστω και μια μικρή φωτιά, η καθαριότητα στο σπίτι και το γεγονός ότι η νοικοκυρά δεν άφηνε τίποτα έξω από το σπίτι για να μην το «λερώσουν» τα παγανά (1).


Ακόμα, τις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα βάπτιζαν τα νήπια «δια να μην τα πειράξουν οι καλικάντζαροι» και κάνουν Αγιασμό στα σπίτια, ενώ «τα Δωδεκαήμερα καρφώνουν τις πόρτες με μαυρομάνικο μαχαίρι» (2).


Ένα άλλο έθιμο που συνηθιζόταν στην Κεφαλονιά αλλά και στα υπόλοιπα Επτάνησα κατά την παραμονή των Χριστουγέννων είναι η τελετή της «Κουλούρας της Γωνιάς» ή «Το Βάφτισμα της Φωτιάς». Το έθιμο φαίνεται να έχει εξαλειφθεί σήμερα, αλλά υπάρχει μαρτυρία ότι το τελούσαν στη Λειβαθώ τουλάχιστον μέχρι και το 1954. (3)


Την παραμονή Χριστουγέννων, τοποθετούνται στο δάπεδο του μαγειρείου τρία αναμμένα κούτσουρα (από διαφορετικά ξύλα: ελιά για τη σοδειά του λαδιού, αμπέλι – κούρβουλο για τη σοδειά του κρασιού και σκίνο για τα δαιμονικά) και μαζεύεται η οικογένεια γύρω από αυτά. Ο οικογενειάρχης φέρνει μια φρεσκοψημένη στρογγυλή κουλούρα, που είναι στολισμένη με σουσάμι, σταφίδες και σφηνωμένα αμύγδαλα και καρύδια με ή χωρίς το κέλυφος, σφραγισμένη στη σταυροειδή ένωσή της με την «Αγία σφράγιση» και στην οποία υπάρχει μέσα ένα νόμισμα (4). Ο πατέρας την χαράζει σε τόσα κομμάτια όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας, μαζί με αυτούς που λείπουν. Παίρνει λάδι και κρασί και το ρίχνει από το γύρο της κουλούρας να πέσει σταυρωτά στη φωτιά, ψάλλουν όλοι μαζί το τροπάριο «Η γέννησις σου, Χριστέ ο Θεός ημών…» και πάνω από τον καπνό που υψώνεται «σπάνε την κουλούρα», δηλαδή τραβάει ο καθένας το κομμάτι του και με ευθυμία ψάχνουν να βρουν σε ποιόν έπεσε το τυχερό νόμισμα, ο οποίος θα είναι καλορίζικος. Για τις κοπέλες κάτι τέτοιο είναι σημάδι γρήγορης αποκατάστασης! (5)


Ας μεταφερθούμε όμως τώρα σε έθιμα που μας είναι περισσότερο γνωστά, όπως τα κεφαλονίτικα κάλαντα των Χριστουγέννων. Παλαιότερα υπήρχαν παραλλαγές που εξιστορούσαν τη γέννηση του Ιησού και προέτρεπαν τους πιστούς να εορτάσουν την ημέρα αυτή των Χριστουγέννων. Η παραλλαγή που έχει επικρατήσει σήμερα ταυτίζεται με την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά έχει δική της μελωδία:


(Ήρθαμε με ρόδα με ανθούς
για να σας ειπούμε χρόνους πολλούς)

Καλήν εσπέραν άρχοντες,
κι αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
να πω στο αρχοντικό σας

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ την πόλη
Οι ουρανοί αγάλλονται
και χαίρει η φύσης όλη

Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
Ο Βασιλεύς των Ουρανών
και ποιητής των όλων

Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μη ραΐσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χρόνια πολλά να ζήσει.


Στις μέρες μας συνηθίζεται να λέγονται τα κάλαντα από τα μικρά παιδιά το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων και μόνο κάποιες χορωδίες μεγαλύτερων τηρούν το έθιμο της ημέρας το απόγευμα. Στο προσεισμικό Αργοστόλι έβγαιναν πρώτα νωρίς το απόγευμα, τα παιδιά με τα τρίγωνά τους αλλά και μεγάλοι με κιθάρες, βιολί και μαντολίνο. Οι μεγαλύτεροι περιφέρονταν ολόκληρο το βράδυ από σπίτι σε σπίτι και το ξημέρωμα τους έβρισκε συγκεντρωμένους έξω από το σπίτι του Δεσπότη όπου όλοι μαζί έψαλαν:


Ξύπνα, Πανιερώτατε,
να πας στην εκκλησία,
που σε προσμένουν οι άγγελοι,
ν’ αρχίσεις Λειτουργία. (6)


Όμως, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τη διακόσμηση των σπιτιών κατά την διάρκεια των γιορτών των Χριστουγέννων, που σήμερα έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Παραδοσιακά στην Κεφαλονιά συνήθιζαν να στολίζουν τα σπίτια με αγριοκουμαριές, μυρτιές αλλά και σκίνους. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ξενόφερτο έθιμο που ξεκίνησε από την Αλσατία πριν 500 χρόνια και καθιερώθηκε στη Γερμανία. Στην Ελλάδα και στην Κεφαλονιά τα πρώτα δέντρα άρχισαν να στολίζονται μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και γενικεύτηκε η διάδοσή τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή την περίοδο καθιερώθηκε και η Φάτνη (7).


Τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά ήταν και είναι σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι των γιορτών. Το Χριστόψωμο έχει την τιμητική του, ενώ η μπομπότα από καλαμποκάλευρο και οι τηγανίτες ήταν παραδοσιακά τα αγαπημένα γλυκίσματα των ημερών.


Όπως όλα τα θρησκευτικά έθιμα στα Επτάνησα, έτσι και στην Κεφαλονιά δεν επηρεάστηκαν από το Δυτικό πολιτισμό παρά την ύπαρξη της Βενετοκρατίας, αλλά διατήρησαν την καταγωγή τους από το Βυζάντιο. Η συμβίωση των Ορθοδόξων με τους Καθολικούς στις βενετικές κτίσεις έκανε τους πρώτους να διαφυλάξουν τα Ορθόδοξα έθιμα με μικρές εξαιρέσεις και επιδράσεις. Και όταν δεν υπήρχε πια αυτός ο κίνδυνος, πολλά από τα έθιμα ξεχάστηκαν ή παραμελήθηκαν για να πάρουν τη θέση τους άλλα, καινούρια και συνήθως ξενόφερτα. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε και να διατηρούμε τις παραδόσεις μας σε μια εποχή που μας κατακλύζουν συνέχεια στοιχεία ξένα προς τον πολιτισμό μας. Όμως, το πιο σημαντικό που δεν πρέπει να θυμόμαστε μόνο τις μέρες των Χριστουγέννων, αλλά και όλο το χρόνο είναι να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας και να βοηθάμε αυτούς που μας έχουν ανάγκη.


Πηγές – Βιβλιογραφία:
1 Δ. Σ. Λουκάτος, Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Φιλιππότη, Αθήνα, 1979, σ. 19.
2 Η Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Γ΄, σ. 622-623.
3 Δ. Σ. Λουκάτος, όπ.π., σ.22.
4 Η. Τσιτσέλη, Έθιμα εν κεφαλληνία – Η κουλούρα της γωνιάς, Εστία, τόμ. ΚΖ΄, Αθήναι, 1889, σσ. 420-421 (= Παγκεφαλληνιακό Ημερολόγιον, έτος Α΄ σσ. 46-50).
5 Δ. Σ. Λουκάτος, όπ.π., σσ. 20-22.
6 Τα έθιμα του 12ημέρου στην Κεφαλονιά, με την επιμέλεια των ιστοσελίδων www.Kefalonitis.com και www.mykefalonia.com, σσ. 6-7 από 12.
7 Όπ.π., σ. 5 από 16.
8 kefalonitis.com




 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Θεσσαλία – Έθιμα Δωδεκαήμερου – Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.



Θεσσαλία – Έθιμα Δωδεκαήμερου – Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.




Η Θεσσαλία κινείται σε Χριστουγεννιάτικους ρυθμούς, κρατώντας τα εορταστικά έθιμα και τηρώντας τις παραδόσεις των κατοίκων της.

Το τάισμα της βρύσης

Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση “για να κλέψουν το άκραντο νερό” (άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή). Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την “ταΐζουν”, με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, “κλέβουν νερό” και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.


Τα Μπαμπαλιούρια

Στο Λιβάδι Ελασσόνας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους τραγουδώντας τα Αγιοβασιλιάτικα κάλαντα και φωνάζοντας “Σουρβάσο”. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ο επισκέπτης μπορεί να δει στο δρόμο τα “Μπαμπαλιούρια”. Τα “Μπαμπαλιούρια” είναι ένα Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και αναβιώνει και στις μέρες μας. Η στολή τους αποτελείται από το “σαλβάρι”, ένα μάλλινο άσπρο παντελόνι, το οποίο στερεώνουν στη μέση με μια μάλλινη άσπρη ζώνη. Το πουκάμισο που φορούν από πάνω είναι συνήθως άσπρο με φαρδιά μανίκια σαν εκείνο των τσολιάδων. Στα πόδια φορούν άσπρες καλτσοδέτες και τσαρούχια. Στη μέση φορούν ένα χοντρό μάλλινο ύφασμα, διπλωμένο πολλές φορές, όπου επάνω δένουν τα μεγάλα και βαριά κουδούνια. Στο κεφάλι φορούν ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη “φουλίνα”. Η μάσκα αυτή είναι άσπρη ή μαύρη και έχει τρία ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλινο κυρτό σπαθί που συμπληρώνει τη φορεσιά του κάθε “Μπαμπαλιούρη”.

Έτοιμα πλέον τα “Μπαμπαλιούρια” περιμένουν να τελειώσει η Θεία Λειτουργία για να ξεχυθούν στους δρόμους. Μαζί τους είναι πάντα ο “αδελφογύρτης” ο οποίος κρατάει έναν κουμπαρά και μαζεύει τα χρήματα που προσφέρει ο κόσμος. Πριν ακόμη τελειώσει η Πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία οι “Μπαμπαλιούρηδες” έχουν πάρει θέση έξω από τις τρεις ενορίες του χωριού. Βγαίνοντας ο κόσμος από την εκκλησία τους συναντά και αιφνιδιάζεται αφού περνούν το σπαθί στη μέση τους και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει αν δεν βάλει χρήματα επάνω σ’ αυτό. Μόλις βάλουν τα χρήματα τα παίρνει ο αδελφογύρτης και τους εύχεται Καλή Χρονιά. Μετά τις εκκλησίες τα “Μπαμπαλιούρια” πηγαίνουν στην πλατεία, και με το δυνατό θόρυβο που προκαλούν τα κουδούνια τους, τραβούν την προσοχή των ντόπιων και ξένων επισκεπτών. Φεύγοντας από εκεί, περνούν από τα καφενεία και τις καφετέριες του χωριού, και έπειτα ξεχύνονται στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό το έθιμο έχει σαν σκοπό να διώξει τα κακά πνεύματα, και να είναι ήσυχη και χαρούμενη η καινούρια χρονιά.

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς σε όλα τα σπίτια κόβεται η κρεατόπιτα με το χρυσό φλουρί, το άχυρο και το πουρνάρι σε τόσα κομμάτια όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας. Όποιος βρει το φλουρί θεωρείται ο τυχερός της καινούριας χρονιάς και λέγεται ότι θα ζήσει πλούσια. Όποιος βρει το άχυρο λένε ότι θα παντρευτεί γεωργό και όποιος βρει το πουρνάρι θα παντρευτεί βοσκό.


Η Γουρουνοχαρά

Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και της Θεσσαλίας είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά. Λέγεται πως, οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι, από το μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα, σε νερό, είτε στο ποτάμι. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν είχε γουρούνι, καθώς θεωρούνταν παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο.

Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οικογένειες, συνήθως συγγενικές, καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.

Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά”. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”. Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν “γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος”. Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.

Κατά το έθιμο, η νοικοκυρά έδινε μικρή ποσότητα αναμμένης στάχτης και θυμίαμα στο σφαγέα, ο οποίος, αφού θυμιάτιζε τους εργαζόμενους και όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία του Χριστού και να εξαφανιστούν οι καλικάντζαροι, έριχνε τη στάχτη με το θυμίαμα στο λαιμό του γουρουνιού, για να είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Ένας άλλος έπαιρνε λίγο αίμα κι επάλειφε τα μικρά παιδιά στο πρόσωπο για να είναι γερά, ανθεκτικά στους ψύλλους, στις αρρώστιες, και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα. Στη συνέχεια, οι άνδρες έγδερναν το γουρούνι, και το δέρμα, αφού το αλάτιζαν, το δίπλωναν στα τέσσερα και το κρατούσαν για να φτιάξουν τα γουρνοτσάρουχα για τις καλοκαιρινές δουλειές τους.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.

Στη συνέχεια, τεμάχιζαν το κρέας και τοποθετούσαν αλατισμένα τα κομμάτια σε πλιθάρια, που τα είχαν για φαγητό όλο σχεδόν το χειμώνα και τα μαγείρευαν με τραχανά και πλιγούρι. Επίσης έφτιαχναν και λουκάνικα έκοβαν τα πράσα σε μικρά-μικρά τεμάχια και τα είχαν έτοιμα να γεμίσουν τα λουκάνικα. Μετά το φαγητό, οι άνδρες έκοβαν το κρέας πάνω στην τάβλα, με τα ψαλίδια, το οποίο ανακάτευαν με τα τριμμένα πράσα και το έβαζαν σε χάλκινη κατσαρόλα και τα ζέσταιναν, αφού έριχναν συγχρόνως ρίγανη, πιπέρι και αλάτι. Στη συνέχεια περνούσαν τα λουκάνικα σ’ ένα ξύλινο δοκάρι και τα κρεμούσαν για να στεγνώσουν. Έφτανε πλέον το μεσημέρι. Η τάβλα ήταν έτοιμη για το φαγητό, με ντόπιο κρασί. Τσίπουρο έπιναν κατά την ώρα της δουλειάς.

Μετά, οι άνδρες έφευγαν για τα σπίτια τους, αλλά το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι του νοικοκύρη για να φάνε και να γλεντήσουν, να χαρούν και να απολαύσουν τους καρπούς του κόπου τους. Οι γυναίκες είχαν έτοιμα τα φαγητά, όπως πίτες- συνήθως με τυρί- κόκαλα βρασμένα, ψητό στη σχάρα κρέας και άφθονο κρασί από το αμπέλι. Τα μεσάνυκτα κι ύστερα από πολλά τραγούδια και χαρά, όπως κι ευχές προς το νοικοκύρη, έφευγαν για τα σπίτια τους.

Το έθιμο τηρήθηκε μέχρι το 1940. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά τα μεγάλα γεγονότα, Κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες. Σήμερα το έθιμο τηρείται και πάλι σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας. Στις πόλεις όμως γιορτάζεται στις πλατείες των συνοικιών, με εκδηλώσεις κεφιού και γλεντιού, προσφέροντας άφθονο κρασί και ψημένο χοιρινό κρέας.

Στη Λάρισα γιορτάζεται η γουρουνοχαρά στην πλατεία της συνοικίας Φιλιππούπολης, ανάμεσα από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κι αυτό γιατί είναι ένα έθιμο που το έχουν οι κάτοικοι της συνοικίας που έλκουν την καταγωγή τους από την Ανατολική Ρωμυλία, και συγκεκριμένα από την Φιλιππούπολη και το Καβακλί το σημερινό Τοπόλοβγκραντ. Οι γυναίκες της συνοικίας μαγειρεύουν παραδοσιακά φαγητά της Ανατολικής Ρωμυλίας, τα οποία είναι πικάντικα μαγειρεύονται με πολλά καρυκεύματα και μαζί με το ψημένο χοιρινό κρέας και άφθονο κρασί τα προσφέρουν στους επισκέπτες.

Το χριστουγεννιάτικο έθιμο των Φιλιππουπολιτών, ξεκινά από παραμονή Χριστουγέννων με τα παραδοσιακά κάλαντα και ολοκληρώνεται με την γουρουνοχαρά. Ομάδες παιδιών επισκέπτονται οικογένειες Φιλιππουπολιτών και λένε τα κάλαντα, τα οποία είναι ευχές για τον αφέντη, την κυρά, τα παιδιά, τους νέους, τον κυνηγό, για το αμπέλι, το σπίτι και άλλα. Τα παραδοσιακά κάλαντα τελειώνουν με τη προσευχή, η ομάδα των παιδιών και η οικογένεια λένε μαζί την προσευχή. Η νοικοκυρά προσφέρει κρασί και παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο φαγητό όπως «Καρβαβίτσα» γεμισμένο χοιρινό έντερο με χοιρινό κρέας και συκώτια, καβουρμά χοιρινό που μαγειρεύεται στο λίπος και «αρμιά», ολόκληρο λάχανο στην άλμη, μαγειρεμένο με χοιρινό κρέας.



Κάλαντα Χριστουγέννων από τη Μαγνησία.


Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας και τον αστέρα βλέπουν
φθάνοντες εις το σπήλαιον βλέπουν την Θεοτόκον
που βάστα στας αγκάλας της τον ακριβόν της τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.
Την σμύρναν δε ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα,
τον λίβανον-ε ως Θεόν εις όλην την αυλαίαν.
Αφού τον προσεκύνησαν ιδού πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να παν για να τον εύρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει τους εμποδίζει
άλλην οδόν να πορευτούν όπου Θεός ορίζει.
Και άλλος πάλι άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
να πάρει και την Μαριάμ εις Αίγυπτον να πάει.



Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Θεσσαλίας



Άγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημιρώνει,

σαν φέτους παλληκάρια μου, σαν φέτους και του χρόνου.

Ιδώ σι τούτις τις αυλές τις μαρμαρουστρουμένες,

ν'ιδώ 'χουν χίλια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια

ν'ιδώ 'χουν κι τουν πιστικό τουν καγκιλουφρυδάτου.

Ρε πιστικέ, ρε πιστικέ, ρε καγκελουφρυδάτι,

ρε τίνους είν' τα πρόβατα, ρε τίνους είν' τα γίδια;

Τ'αφέντη μ' είν' τα πρόβατα, τ' αφέντη μ ́κι τα γίδια

Τ'αφέντη μ' είν' κι του μαντρί του μαρμαρουστρουμένου.

Σαν τα μιρμήγκια πιρπατούν, σαν τα μιλίσσια βάζουν,

Μι την φλουγέρα τα λαλούν, απ' του προυί ως του βράδυ.

Κι' να μικρό μικρουτσικο, μικρό κι χαϊδεμένου

μικρό του έχ' η μάνα του, μικρό κι ου μπαμπάς του

του έλουζι, του χτένιζι κι στου σκουλειό του στέλνει

κι ου δάσκαλος του καρτιρεί μι την χρυσή την βέργα.

Παραπουνέθκε το πιδι, στην μάνα του πααίνει.

Πιδί μου πού 'ν' τα γράμματα, πιδί μου πού 'ν' ο νους σου

τα γράμματα είνι στου χαρτί κι ου νους μου στα πιγνίδια.





Πηγή:

topoikaitropoi.gr

domnasamiou.gr

flute-mania.com

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Τα πιο γνωστά έθιμα της Μακεδονίας για τα Χριστούγεννα – κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς



Τα πιο γνωστά έθιμα της Μακεδονίας για τα Χριστούγεννα – κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς




Από το Χριστόψωμο μέχρι τα Ραγκούτσια

Μάσκες, κουδούνια και προβιές αλλά και προετοιμασίες με ιδιαίτερη φροντίδα για τον νεογέννητο Χριστό, μουσικές και κάλαντα, γεύση μελιού, άρωμα κανέλας και σύννεφα από άχνη κυριαρχούν στα χριστουγεννιάτικα έθιμα που αναβιώνουν αυτό το διάστημα στις περιοχές της Μακεδονίας. Στοιχεία που επέζησαν στο χρόνο και αντιστέκονται με πείσμα στους καιρούς, ξυπνούν παιδικές μνήμες και μεταφέρονται στην επόμενη γενιά ως αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης.

Χριστόψωμο και Χριστόξυλο δανείζονται το όνομά τους από τον ίδιο το Χριστό και μεταφέρουν μηνύματα για καλή τύχη, καλή χρονιά και καλή σοδειά στα χωράφια. Η παράδοση λέει ότι ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και τους αγρούς για να εντοπίσει το καλύτερο, το ομορφότερο και το μεγαλύτερο ξύλο από πεύκο ή ελιά που θα πάρει την θέση που του αξίζει στην εστία του σπιτιού και θα καίει από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Ο συμβολισμός είναι προφανής και σύμφωνα με αυτόν, το Χριστόξυλο θα κρατήσει ζεστό το σπιτικό για την έλευση του Θείου Βρέφους, αποτελώντας, παράλληλα, σημείο συνάντησης για όλη την οικογένεια που θα το υποδεχτεί.

Οι συμβολισμοί όμως δεν σταματούν εκεί, αφού το έθιμο προβλέπει μια τελετουργία για τον καθαρισμό του τζακιού προτού τοποθετηθεί εκεί το Χριστόξυλο, ώστε να απαλλαγεί από κάθε κακοδαιμονία αλλά και να αποτρέψει τους καλλικάντζαρους να κατεβούν από την καμινάδα. Η στάχτη, άλλωστε, που δημιουργείται στο τζάκι κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου δεν πάει ούτε αυτή χαμένη, αλλά σκορπίζεται γύρω από το σπίτι, στους αγρούς και τα χωράφια καθώς θεωρείται ότι έχει την ιδιότητα να διώχνει την κακοτυχία.

Ξεχωριστή θέση στα έθιμα των Χριστουγέννων κατέχει και το Χριστόψωμο που σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας φέρει και την ονομασία «το μέλωμα του Χριστού». Το ψωμί παρασκευάζεται την παραμονή με ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρύφαλλα, υπό τους ήχους των στίχων: «ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Αφού ψηθεί, τοποθετείται στο τραπέζι του σπιτιού, προτού πάει η οικογένεια στην εκκλησία, ώστε να βρει τροφή ο νεογέννητος Χριστός. Το έθιμο έχει την τιμητική του στην περιοχή της Αρναίας Χαλκιδικής όπου οι κάτοικοι παρασκευάζουν ένα τεράστιο Χριστόψωμο βάρους πολλών δεκάδων κιλών που μοιράζεται με μέλι, καρύδια και κρασί στους κατοίκους, συνοδεία μουσικής και τοπικών χορωδιών.

Την επόμενη μέρα το γιορτινό τραπέζι προμηνύει μεγάλο φαγοπότι, μαζί με μουσική, χορό και τραγούδι. Χοιρινή τηγανιά, λαχανοντολμάδες που συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού και κοτόσουπα φιλοξενούνται στο πλούσιο γεύμα ενώ η παράδοση δεν επιτρέπει στις νοικοκυρές να σηκώσουν το τραπέζι γιατί κυριαρχεί η δοξασία ότι θα καθίσει ο Χριστός να φάει. Έτσι το τραπέζι μαζεύεται το επόμενο πρωί. Ανάλογα με την περιοχή, το μενού διαφοροποιείται και στις Σέρρες, για παράδειγμα, περιλαμβάνει ψητό γουρουνόπουλο, τουρσί, σαρμάδες κ.α. Στην ίδια περιοχή οι άνδρες της γειτονιάς αναβιώνουν το έθιμο Σούρβα και κρατώντας αναμμένα ξύλα και κεριά λένε τα κάλαντα στα σπίτια. Στο τέλος πηγαίνουν έξω από το χωριό για κάψουν τα ξύλα που κρατούσαν.

Έντονο είναι το στοιχείο της προσμονής και στα «Κόλιντα Μπάμπω» που είναι ιδιαίτερα προσφιλές έθιμο στις περιοχές της Πέλλας και της Ημαθίας ενώ λέγεται «Κόλιντα Μπάμπω» στην Εορδαία. Η ονομασία του σημαίνει «σφάζουν γιαγιά» και σύμφωνα με αυτό οι κάτοικοι μιας περιοχής ανάβουν φωτιές και φωνάζουν «Κόλιντα Μπάμπω» για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή του Ηρώδη και να προστατευτούν. Πρόκειται όμως, ουσιαστικά, για κάλαντα που ψάλλονται στις περισσότερες περιοχές της Μακεδονίας, άλλοτε από παιδιά, άλλοτε από νέους, άλλοτε από ηλικιωμένους που δέχονται για κέρασμα γλυκίσματα, μελομακάρονα, καρύδια και κρασί. Δεν είναι, όμως, μόνο οι χορωδίες που διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο αλλά και το περιεχόμενο του τραγουδιού καθώς ανάλογα με την περίσταση απευθύνονται σε νέους, γέρους, νιόπαντρα ζευγάρια, ανύπαντρες γυναίκες κ.α. και προμηνύουν μεν τον ερχομό του Θεανθρώπου, απευθύνουν δε ευχές στον κύρη ή την κυρά του σπιτιού.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Χριστουγεννιάτικων εθίμων της Μακεδονίας είναι οι μεταμφιέσεις που κατάφεραν να διατηρηθούν μέχρι σήμερα από τον προχριστιανικό κόσμο, προσαρμοζόμενες στη χριστιανική πίστη και αλλάζοντας ονομασίες ανά περιοχή: ραγκούτσια στη Χαλάστρα της Θεσσαλονίκης, ρουγκάτσια στην Ημαθία, ραγκουτσάρια στην Καστοριά, μπουμπουσάρια στη Σιάτιστα Κοζάνης, μωμόγεροι στο Κιλκίς και την Κοζάνη, κουδουνοφόροι στο Σοχό, αράπηδες και μπομπόγερα στη Δράμα.

Η παράδοση της Μακεδονίας για τα ραγκούτσια αναφέρει ότι επί τουρκοκρατίας οι τουρκικές αρχές αδυνατούσαν να αστυνομεύσουν τις περιοχές από τις επιθέσεις ληστών και για το λόγο αυτό ανέθεταν σε ομάδες Ελλήνων να προφυλάξουν τους κατοίκους. Έτσι, νέοι από χωριά της περιοχής γύριζαν τις μέρες του 12ήμερου τα χωριά, ντυμένοι με φουστανέλες, φέροντας σπαθιά και παίζοντας ζουρνάδες και νταούλια. Ο ρόλος τους ήταν να προστατεύουν τα χωριά και για το έργο αυτό εισέπρατταν ως αντίτιμο δώρα ή οτιδήποτε είχαν οι χωρικοί: κρασί, κρέας, καλαμπόκι και σιτάρι.

Στην περίπτωση των μωμόγερων, το έθιμο προέρχεται από Πόντιους πρόσφυγες και η ονομασία του προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος. Οι πρωταγωνιστές του φορούν προβιές ζώων και μάσκες ενώ ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον ενός δρώμενου όταν συναντώνται διαφορετικές ομάδες μωμόγερων που οφείλουν να αντιπαρατεθούν σε μια μάχη όπου θα κερδίσει ο καλύτερος και ο χαμένος θα δηλώσει υποταγή.

Έντονα θεατρικά στοιχεία χαρακτηρίζουν και το έθιμο της γκαμήλας που αναβιώνει στα Γιαννιτσά αλλά και σε άλλες περιοχές της κεντρικής Μακεδονίας όπως η Γαλάτιστα Χαλκιδικής αλλά και η Θέρμη Θεσσαλονίκης. «Απόψε μας κλέψαν τη Μανιώ τρεις τούρκοι Αρβανιτάδες», λέει το τραγούδι, με το οποίο ξεκινά η αναβίωση του εθίμου που έχει τις ρίζες του στην εποχή της τουρκοκρατίας και περιγράφει μια ιστορία αγάπης. Ο αγαπημένος της όμορφης Μανιώς είναι αποφασισμένος να την πάρει πίσω. Έτσι σκαρφίζεται την ιδέα να φτιάξει ένα ομοίωμα καμήλας, στο οποίο μπαίνει ο ίδιος και οι φίλοι του. Η καμήλα και το «περιεχόμενό» της φτάνουν στον τούρκικο μαχαλά και οι νέοι κερνούν κρασί και ρακί τους φρουρούς που κρατούν τη Μανιώ. Οι φρουροί μεθούν κι αφήνουν αφύλακτο το σπίτι, όπου βρίσκεται η νεαρή κοπέλα. Οι νέοι ελευθερώνουν τη Μανιώ, την κρύβουν στην καμήλα και τη φέρνουν πίσω. Κανονίζουν, μάλιστα, να γίνει γρήγορα ο γάμος του ζευγαριού κι έτσι την επομένη νταούλια και ζουρνάδες βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν όλοι τα ευχάριστα.

Την αυλαία των χριστουγεννιάτικων εθίμων κλείνουν φαντασμαγορικά οι κλαδαριές, φωτιές που ανάβουν την παραμονή των Χριστουγέννων στη Νέα Μεσήμβρια, τη Φλώρινα, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη και αλλού και συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Και αν κάποτε αυτές οι παραδόσεις ζέσταιναν τις σχέσεις των ανθρώπων και κατάφερναν να τους φέρουν πιο κοντά, σήμερα, εκτός από αυτό, καταφέρνουν να προσελκύσουν πλήθη επισκεπτών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό σε μια γνωριμία με την ιστορία και τα ήθη κάθε τόπου.

Κοινός παρονομαστής στην πορεία του χρόνου και την αναβίωση των χριστουγεννιάτικων εθίμων είναι εκείνοι που αναλαμβάνουν να συνεχίσουν την παράδοση, οι παλαιότεροι που ανασύρουν τα στοιχεία και τα συναισθήματα από τις μνήμες των παιδικών τους χρόνων και οι νεότεροι που παίρνουν τη σκυτάλη για να τα μεταφέρουν στα δικά τους παιδιά.


Χριστουγεννιάτικα κάλαντα Μακεδονίας

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γιννιέτι. (δις)

Γιννιέται κι βαφτίζιτι,
στους ουρανούς απάνου. (δις)

Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι,
κι όλοι δοξολογιούντι. (δις)

Και τα δαιμόνια σκάζουνε,
και σκάζουν και πλαντάζουν. (δις)

Σε τούτο το σπίτι πού ‘ρθαμε,
μι μάρμαρου στρουμένου. (δις)

anagnostirio.gr



Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Μακεδονίας

Ήρθε πάλι νέο έτος εις την πρώτη του μηνός
ήρθα να σας χαιρετίσω δούλος σας ο ταπεινός.

Ο Βασίλειος ο Μέγας, ιεράρχης θαυμαστός
εις την οικογένειά σας να ‘ναι πάντα βοηθός.

Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά
να μαθαίνουνε το βίο, της πατρίδας τα ιερά.

Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πω πολλά
σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με υγειά.





Πηγές:

typosthes.gr

greekstixoi.gr

anagnostirio.gr

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Παλαιά νοσταλγικά έθιμα του Δωδεκαημέρου στην Ήπειρο – Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς



Παλαιά νοσταλγικά έθιμα του Δωδεκαημέρου στην Ήπειρο – Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς



Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος






Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο ονομάζεται η περίοδος των 12 ημερών και νυχτών, από την παραμονή των Χριστουγέννων έως το πρωί των Θεοφανείων, στις 6 Ιανουαρίου. Τα παλαιά έθιμα στην Ήπειρο, κάποια από τα οποία διασώζονται ως τις ημέρες μας, περιείχαν το πνεύμα των ανθρώπων των παρελθουσών εποχών.

Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης έφερνε στο σπίτι του ένα χοντρό ξύλο, κομμένο από δέντρο αγκαθωτό, αχλαδιά, αγριοκερασιά κ.α. Τα αγκαθωτά δένδρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα. Επίσης, έκαιγαν λιβάνι ή αλάτι στη φωτιά, ή κρεμούσαν ένα κατωσάγονο χοίρου στην καμινάδα. Άλλοι θέλοντας να τους εξαπατήσουν, μια και οι καλικάντζαροι θεωρούνταν κουτοί, έδεναν στο κρικέλι της πόρτας ένα σκουλί λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο δαίμονας τις ίνες του λιναριού, θα λαλούσε ο πετεινός.

Δοξασία περί καλικάντζαρων στη Θεσπρωτία

Στην αρχαία Θεσπρωτία υπήρχε µια δοξασία, συνδυασμένη και με το νεκρομαντείο της Εφύρας, σύμφωνα με την οποία ο κόσµος πίστευε, ότι οι ψυχές των πεθαµένων ξαναγύριζαν για ένα διάστηµα στη γη και έµεναν κοντά στους ζωντανούς, όπου προσπαθώντας να ξεφαντώσουν γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειραγµατά τους. Η τουρκοκρατία βοήθησε να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η πίστη σ΄αυτά τα όντα. Η τυφλή υποταγή των ανθρώπων στη δεισιδαιμονία, βοήθησε να φτάσει ο µύθος των καλικάντζαρων ως τις µέρες µας. Με βάση τη λαϊκή φαντασία, ο καλικάντζαρος κατά τόπους εµφανίζεται µε ανθρώπινη µορφή, τριχωτό δέρµα, άλλοτε τυφλός, άλλοτε µονόφθαλµος, κουτσοπόδαρος, τραγοπόδαρος, ψηλός, λιγνός µε σιδερένια παπούτσια, ξεπλατισµένος, κωµικός πάντα στην εµφάνιση και στην περπατησιά. Πότε δεν κόβει τα νύχια του και είναι πάντα άσχηµος. Σύµφωνα µε µια παλιά δοξασία στη Θεσπρωτία, αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο, όποιος γεννηθεί µεταξύ Χριστουγέννων και Αγίου Βασιλείου, µετά το θάνατό του γίνονταν καλικάντζαρος. Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί στην Θεσπρωτία νόμιζαν ότι υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά “καλικάντζαροι”. Οι καλικάντζαροι εµφανίζονται στις γιορτές του δωδεκαηµέρου και έρχονται κάτω από τη γη, όπου κατοικούν τον υπόλοιπο καιρό. Σύµφωνα µε την παράδοση, οι καλικάντζαροι που µισούν τους ανθρώπους, προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που στηρίζεται η γη αλλά δεν προλαβαίνουν, γιατί έρχεται ο αγιασµός των Θεοφανείων και έτσι εξαφανίζονται πάλι στα τάρταρα.


Τα “Χοιροσφάγια”

Την παραμονή ή προπαραμονή των Χριστουγέννων, έχουν προηγηθεί τα “χοιροσφάγια”, η σφαγή των γουρουνιών, που το παχύ τους κρέας και το λίπος ήταν η κατάλληλη τροφή για το χειμώνα. Το σφάξιμο ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα! Τα γουρούνια, ή γ’ρούνια, ήταν πραγματικός θησαυρός για την οικονομία του σπιτιού την εποχή εκείνη. Κατ’ αρχήν έφτιαχναν τον πατσά, που θα έτρωγαν όμως την ημέρα των Φώτων. Με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχέδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα. Το λίπος του το έλιωναν, το αποθήκευαν σε βαρέλια ξύλινα (κάδοι) και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική, καθώς το λάδι ήταν δυσεύρετο. Τα μικρά κομμάτια του λίπους που δεν έλιωναν τελείως, καθώς είχαν λίγο κρέας, τα φύλαγαν για άλλες χρήσεις. Τις τσιγαρίδες όπως τις έλεγαν, τις έβαζαν στις πίττες ή στη μπομπότ, ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι, για να νοστιμίσουν. Το κρέας του γουρουνιού το έκαναν παστό ή λουκάνικα, τις λουκανίτσες. Για να τις φτιάξουν ψιλόκοβαν πρώτα το κρέας, το ανακάτευαν με ψιλοκομμένα πράσα και κρεμμύδια, έριχναν ρίγανη και τα κρεμούσαν στο ταβάνι του κελαριού σε θηλιές.

Τα αναμμένα δέντρα

Στα χωριά κυρίως της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό, που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού. Αυτό συμβολίζει τους ποιμένες, που προσκύνησαν το Χριστό. Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Στα Γιάννινα δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί του πουρναριού αναμμένο στο χέρι τους, αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!» Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.

Το Χριστόψωμο

Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.). Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω – γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του…). Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό. Τα χριστόψωμα, τα έκοβε στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης, σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς. Σε κάποια χωριά της Ηπείρου τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα, που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια, τα οποία συμβόλιζαν την αφθονία, που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους. Μερικοί συνήθιζαν στη μέση του χριστόψωμου να βάζουν ένα άβαφο αυγό που συμβόλιζε τη γονιμότητα.

ΟΙ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ

Σε όλα τα σπίτια, στα χωριά της Ηπείρου, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίτες. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίτα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίτες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Η ποσότητα του ζυμαριού, που θα γινόταν τηγανίτες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίτες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση.

Χριστουγεννιάτικο στεφάνι

Σε ορισμένα χωριά συνήθιζαν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες ολόκληρες πλεξούδες από σκόρδα που πάνω τους καρφώνουν μοσχοκάρφια, δηλαδή γαρυφαλλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους. Διακοσμημένο με Χριστουγεννιάτικα στολίδια, το στεφάνι από έλατο στην εξώπορτα, εκτός από το καλωσόρισμα στους καλεσμένους, φέρνει τύχη στο σπίτι.



Το κυνήγι τα Χριστούγεννα



Κατά τη διάρκεια των σαράντα ημερών πριν τα Χριστούγεννα, στα χωριά, τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το “φακό” με καινούργια “πλάκα” και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις … κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.

Τα κάλαντα

Τα κάλαντα ή κάλανδα, κόλιαντρα, παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων είναι ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπιτικό και συγχρόνως η μελοποιημένη αφήγηση του γεγονότος της ημέρας. Με την προθυμία της αγνότητας και τη διάθεση της γνωριμίας με τις χαρές της ζωής είναι πάντοτε τα παιδιά, που συνήθιζαν να κρατούν και ένα καλαθάκι για τα «φιλέματα». Τα φιλέματα στην ελληνική ύπαιθρο ήταν κυρίως γλυκά: δίπλες, ξεροτήγανα, λουκουμάδες, αλλά και ξηροί καρποί, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα. Από τα πιο συνηθισμένα φιλοδωρήματα ήταν τα «κόλιντρα», μικρές κουλούρες από σιτάρι ή κριθάρι. Η αμοιβή των καλανδιστών δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε ζητιανιά, αλλά πράξη τελεστική. Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού. Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη. Σήμερα η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.

Η Πρωτοχρονιά

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: “με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”. Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.

Τα Θεοφάνεια

Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά την παραμονή των Θεοφανίων και λέγεται «Μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με την Πρωτάγιαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι με την έλευση του ιερέα. Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη. Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον αγιασμό των υδάτων. Νεαρά κυρίως άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα. Όλοι οι πιστοί πίνουν με ευλάβεια από τον αγιασμό, συμβολικά με τρεις γουλιές, και ραντίζουν μ’ αυτόν τα σπίτια, τα δέντρα, τα χωράφια και τα ζώα τους. Για τα Φώτα ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός, η γιορτή που φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Γι αυτό και το έθιμο του λαού λέει:

Στις πέντε του Γενάρη

Φεύγουν οι καλικαντζάροι.

Αλλά ο μεγάλος τους τρόμος είναι τα Φώτα. Φεύγουν τότε λέγοντας:

Φεύγετε να φεύγουμε

κι έφτασε ο τουρλόπαπας

με την αγιαστούρα του

και με τη βρεχτούρα του…


Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει άλλωστε και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο αγιασμός έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία.

Ηπειρώτικα Χριστουγεννιάτικα παραδοσιακά κάλαντα

Ελάτε εδώ γειτόνισσες
Και εσείς γειτονοπούλες,
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
Ελάτε όλες σας εδώ.

Να πάμε να γυρίσουμε
Και βάγια να σκορπίσουμε
Να βρούμε και την Παναγιά
οπού μας φέρνει τη χαρά.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.

Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα.
Γεννιέται μες στα λούλουδα
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.


Ηπειρώτικα παραδοσιακά κάλαντα Πρωτοχρονιάς

Αρχιμηνιά Πρωτοχρονιά, πρώτη του Γεναρίου
που είναι του Χριστού γιορτή και του Αϊ-Βασιλείου.

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
«Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις.»
«Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.»
«Βασίλη ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.»
Και το ραβδί τ’ εβλάστησε και έβγαλε κλωνάρια
και πάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.

Χρόνια πολλά.



Πηγή:

vimaorthodoxias.gr

helppost.gr

domnasamiou.gr

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΑΝΤΙΚΛΕΡΙ : H ιστορία του και οι στίχοι του τραγουδιού

 

ΤΟ ΣΑΝΤΙΚΛΕΡΙ : H ιστορία του και οι στίχοι του τραγουδιού

 


"Φοράς το σαντικλέρι και όλο σάζεσε" ,έτσι λέει ένα παραδοσιακό τραγούδι.

Το σαντικλέρι ήταν ένα μακρύ ίσιο φουστάνι με ζωνίτσα ή μη που φορούσαν περίπου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στη Μικρά Ασία και στα νησιά.Θα έλεγα ότι ήταν το κλασικό (όχι μόδας ) φουστάνι.Από χρόνια που ασχολούμαι με τη λαογραφία της Ικαρίας βρήκα γυναίκες που το ήξεραν ,η Ιωάννα Δημητριάδου το γένος Πρωίου γεννημένη το 1911 και η Μαρίκα Μουλά νεώτερη της πρώτης και οι δύο από τις Ράχες Ικαρίας.Η Αργυρώ Μαλαχία("Μαλαχιού") γεννημένη το 1905 από τον Μαγγανίτη Ικαρίας, νέα το είχε φορέσει.Μια άλλη πληροφορία έχω από πρώτης γενιάς μικρασιάτισσα ,που μάλιστα το είπε "σαντικλέρ".Οι καριώτες είχαν έτσι κι αλλιως στενές επαφές με την Σμύρνη .Και τα άλλα νησιά απέναντι από τα παράλια δέχτηκαν επίδραση.

Η φωτογραφία που δημοσιεύω είναι από το βιβλίο, ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΙΩΤΕΣ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ.Έκδοση του φεστιβάλ Ικαρίας.Εικονίζεται ο Δημήτρης Τσαρνάς με την οικογένειά του το 1920.Η ηλικιωμένη γυναίκα φοράει σαντικλέρι.

 

Σαντικλέρι

Αργιλαμάς Γλεντιστάδων Μυτιλήνης


Φοράς το σαντικλέρι και όλο σάζεσαι (2)

να μας τρελάνεις θέλεις, δεν το στοχάζεσαι (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Βγάλ’τα τα μαύρα, βγάλ’ τα, και βάλε κόκκινα (2)

Και γίνε γυφτοπούλα, και πούλα κόσκινα (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Βγάλ΄τα τα μαύρα, βγάλ’ τα, και βάλε θαλασσιά (2)

Και θα σε περιμένω στην ακροθαλασσιά (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Παραπονιάρικο μου, τι έχεις κι όλο κλαις (2)

Και το παράπονο σου σε μένα δεν το λες (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Αν θέλεις να την έχεις πάντα την εμορφιά (2)

Βάλε την άλλη φούστα, που ‘χει τον φραμπαλά (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Αν θέλεις να την έχω πάντα την έννοια σου (2)

Βάλε την άλλη φούστα, την κουκουρένια σου (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

 

Πηγή : Κωνσταντίνος Καλέργιος, ερευνητής.

Ο Δεκέμβριος στην Παράδοση



Ο Δεκέμβριος στην Παράδοση




Ο χρόνος για τους Ρωμαίους άρχιζε από τον Μάρτιο. Έτσι ο Δεκέμβριος ήταν ο Δέκατος μήνας του χρόνου. Αυτό ακριβώς σημαίνει και το όνομά του που προέρχεται από τη λατινική λέξη decem που σημαίνει δέκα. Δωδέκατος μήνας έγινε στο Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Ο Δεκέμβριος αντιστοιχεί στο Αττικό ημερολόγιο με το μήνα Ποσειδώνα (12 Δεκεμβρίου - 10 Ιανουαρίου). Ο λαός μας τον λέει και Χριστουγεννιάτη, Χιονιά, Βρομαλίτη, Χριστουγεννάρης, Χριστουγεννάς, Άσπρος ή Ασπρομηνάς, Χιονιάς.


Γιορτές και Έθιμα

Της Αγίας Βαρβάρας (4 Δεκεμβρίου).

Σε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας «φτιάχνουν μια μεγάλη μελόπιτα, που την τοποθετούν στο τρίστρατο της γειτονιάς. Εκεί πηγαίνει ο ιερέας να την ευλογήσει. Η νοικοκυρά κόβει την πίτα και τη μοιράζει στους περαστικούς». Η έκθεση στο τρίστρατο και η προσφορά στον κόσμο θυμίζει τα δείπνα της Εκάτης, που τη λάτρευαν ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία ως «τριοδίτιν» και «ενοδία» θεά.

Του Αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου).

Είναι ο προστάτης των ναυτιλλομένων. Σύμφωνα με τις παραδόσεις, «τα ρούχα του είναι πάντοτε βρεγμένα από την άλμη και τα γένια του στάζουν θάλασσα». Είναι ο κύριος των ανέμων και της τρικυμίας.

Του Αγίου Σπυρίδωνα (12 Δεκεμβρίου).

Τιμάται κατεξοχήν στην Κέρκυρα.

Με το Ιουλιανό ημερολόγιο, το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεφτε το 19ο αιώνα στις 9 του Δεκέμβρη. Οι άνθρωποι είχαν προσέξει αυτή τη σταδιακή αύξηση του φωτός από αυτή τη μέρα - αφού ο Ήλιος και το φως έπαιζαν και παίζουν, σημαντικό ρόλο στη ζωή μας.

Παρετυμολογώντας, λοιπόν, το όνομα της Αγίας Άννας, η μέρα παίρνει μια «ανάσα» ή γίνεται «άνετη», του αγίου Σπυρίδωνα, που γιορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου, έλεγαν:
«Απ' του αγίου Σπυρίδωνα μεγαλώνει η μέρα κατά ένα σπυρί».

Στις 19 Δεκεμβρίου, παραμονή του άγιου Ιγνάτιου, η αύξηση του φωτός είναι σημαντική, παρετυμολογώντας του άγιου το όνομα έλεγαν «αύριο είναι ο άγιος Αγνάντιος αγναντεύει ο ήλιος προς το καλοκαίρι».

Στην περίοδο του Δεκέμβρη, τρεις είναι οι εμπειρίες του χρόνου που προεξάρχουν: το κρύο, το τέλος της σποράς και η μείωση του φωτός.

Στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.


Γεωργικές εργασίες

Επιδιόρθωση στάβλων.
Καθάρισμα χωραφιών από θάμνους.
Φυτεύουμε κρεμμυδάκια και χορταρικά.
Συνεχίζεται το μάζεμα των ελιών, των εσπεριδοειδών.
Σκέπασμα κυψελών.

Αρχή γαλακτοπαραγωγής.
Τελειώνει το καθάρισμα του κρασιού κι ανοίγουν τα βαρέλια.


Παροιμίες

- Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι.

- Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού.

- Να 'ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και τα Λαμπρά βρεχούμενα, αμπάρια
γιομισμένα.

- Αγια Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απεκρίθη : Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο

μύλο, γιατί Αι - Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.


Πηγή: mhnes-12.weebly.com

Πρωταπριλιά: Γιατί λέμε ψέματα σήμερα; Τι ισχύει με το έθιμο στην Ελλάδα

Πρωταπριλιά: Γιατί λέμε ψέματα σήμερα; Τι ισχύει με το έθιμο στην Ελλάδα Κάθε χρόνο σαν σήμερα 1η Απριλίου αναβιώνει το έθιμο με τα ψέματα. ...