Διάφορα


Κωνσταντίνου & Ελένης: Τι γιορτάζουμε σήμερα- 

Η ιστορία των Αγίων σήμερα είναι μία από τις σημαντικότερες γιορτές του χριστιανισμού, αυτή του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης.


Σήμερα είναι μία από τις σημαντικότερες γιορτές του χριστιανισμού, αυτή του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης.

Γιατί όμως ένας αυτοκράτορας και η μητέρα του αγιοποιήθηκαν και γιορτάζουν σήμερα;

Ιδού η ιστορία τους

Ο Μέγας Κωνσταντίνος

Κατά την περίοδο που ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας ο Μέγας Κωνσταντίνος κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία και προωθήθηκε η χριστιανική πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμό.

Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου.

Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάχθησαν ο Κωνστάντιος για τη Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Όταν πέθανε ο Κωνστάντιος (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου. Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιόν ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο.

Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός με την περίφημη επιγραφή «εν τούτῳ νίκα». Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατρόπωσε.

Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη. Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας. Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της είναι ο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει τη μια και μόνη φύση του Ιησού Χριστού. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.

Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Ά Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση.

Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στη συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».

Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή τη φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού. Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανυγηρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.

Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτισθεί χριστιανός. Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα. Ή κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Η Αγία Ελένη

Η Αγία Ελένη ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη γέννησή της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρεύτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Ο Κωνστάντιος ήταν συγγενής του Κλαυδίου, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Διοκλητιανό και προσελήφθη στα ανάκτορα από τον Διοκλητιανό. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).

Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός, οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.

Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ» όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.

Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στη μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Στη συνέχεια, η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα…ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».

Όταν βρήκε τον Τίμιο Σταυρό

Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιου της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ. Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχθηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες.

Επειδή όμως επρόκειτο για υπέρογκη εργασία, οι έρευνες στράφηκαν στο μέρος εκείνο, όπου βλάστανε το λουλούδι βασιλικός, του οποίου η ευωδία ήταν έντονη. Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως…πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε. Τότε η βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε. Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι σταυροί…Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ο Τίμιος Σταυρός.

Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία…Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των σταυρών…Με τη σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα…ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό…Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό…και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως» (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621).

Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά βρέθηκαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται• και ανέστη τη τούτου προσψαύσει• των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».Μετά το σημείο αυτό η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.

Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη ορά από την Κύπρο. Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι. Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.

Εκεί, εξαντλημένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με την Παράδοση κατά τη διάρκεια του ύπνου της, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».

Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.

Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Σημειώνουμε ότι απ’αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329) ενώ σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.

Πηγή ιν.γρ


Κριτική του δίσκου Στης προσφυγιάς την αύρα




Ο Παναγιώτης Σδούκος είναι ένας, αν και νεαρός στην ηλικία, μεγάλος ερμηνευτής.

Το ότι είναι δάσκαλος Βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής και ήδη βραβευμένος σε Πανελλήνιο διαγωνισμό της Unesco, αποτελεί απλά την κορυφή του τεράστιου ερμηνευτικά φαινόμενου. 

Η φωνή του αβίαστα διεισδυτική, άλλοτε σαγηνευτική και άλλοτε σχεδόν χορευτική, έχει την σπάνια ικανότητα να σε ταξιδεύει στον Ελληνισμό της Ανατολής, στα νησιά του Αιγαίου, στον Πόντο και γενικά σε όλες τις αλησμόνητες Πατρίδες.

Αυτός και οι μουσικοί του συγκροτήματος του ‘’Μουσικό Σεργιάνι’’, προσεγγίζουν την Παράδοση με τον τρόπο που θα έπρεπε να κάνουν όλα τα σύγχρονα Παραδοσιακά συγκροτήματα. Με έρευνα και σεβασμό, με γλυκύτητα και απλότητα, αξίες και ιδιότητες που πιστεύουμε ότι χαρακτηρίζουν αυτή την υπέροχη δισκογραφική δουλειά.

Παναγιώτη και Μουσικό Σεργιάνι σας ευχόμαστε κάθε επιτυχία στο έργο σας.

Οι Μνήμες Παράδοσης Ν. Ιωνίας πάντα μαζί σας.

Ακάθιστος Ύμνος



Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Aπριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής. 

Πηγή saint.gr


Αφιέρωμα στην Χωριστή





Η Χωριστή, η οποία έως το 1927 ονομαζόταν Τσατάλτζα και παλιότερα εικαζόταν ότι σε εποχή προγενέστερη της Ρωμαικής έφερε το όνομα Όχρα, είναι κωμόπολη του νομού Δράμας. Μάλιστα κάποτε αναφερόταν και σαν μικρή Μόσχα λόγω του μεγάλου αριθμού εργατών, συνδικαλιστών και κομμουνιστών.


Η Χωριστή βρίσκεται νοτιοανατολικά της Δράμας σε απόσταση 6 χλμ. από το κέντρο της, στον οδικό άξονα Δράμας - Καβάλας, στο βάθος ενός μικρού φαραγγιού που το δημιούργησε ο Ξηροχείμαρρος, που διευθετούσε με την κοίτη του, επιφανειακά βρόχινα νερά, στις δύο όχθες του οποίου είναι κτισμένη προφανώς για λόγους ασφάλειας και υδροδότησης των πρώτων κατοίκων. Από αυτόν τον χωρισμό της στις δυο όχθες πήρε άλλωστε και το όνομα της.


Θεωρείται μαζί με τα γειτονικά χωριά Δοξάτο και Ανδριανή ντόπιο χωριό με την έννοια ότι ζούσαν ως επί το πλείστον Έλληνες, σε αντίθεση με τα ίσως πιο φημισμένα ορεινά χωριά του νομού όπου ζούσαν πολλοί Βούλγαροι και Τούρκοι. Τρανή όσο και αιματοβαμμένη απόδειξη η θανάτωση πολλών εκατοντάδων κατοίκων της από τις Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής το 1941 σαν αντίποινα για την ενεργή συμμετοχή των κατοίκων της στον απελευθερωτικό αγώνα και την εξέγερση της Δράμας. Περιττό να πούμε ότι πάντα αποτελούσε κέντρο αντίστασης σε κάθε Βουλγάρικη ή Τούρκικη κατοχή με πολλούς Μακεδονομάχους. Για τον λόγο αυτό με το Πρ. Διάταγμα 140/5-8-2005, η Χωριστή ανακηρύχθηκε ως Μαρτυρική κωμόπολη. Αναγνώριση που της όφειλε η Πολιτεία από το 1945! Από τότε, δηλαδή, που το ναρκαλιευτικό πλοίο «ΤΣΑΤΑΛΤΖΑ» αφιερωμένο στη μαρτυρική Χωριστή, αρμένιζε στα γαλάζια νερά του Αιγαίου.


Ήδη από το 1927, η Χωριστή ήταν ένα από τα κυριότερα καπνεργατικά κέντρα καθώς σε αυτόν τον τομέα απασχολούνταν 193 κάτοικοι του οικισμού. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, αποτέλεσε σημαντικό κέντρο των Ελλήνων στον καζά της Δράμας με πλούσια οικονομική, πολιτιστική, πνευματική και εθνική δραστηριότητα. Αρκετά γεγονότα εκείνης της εποχής είναι καταγεγραμμένα στον λεγόμενο Κώδικα της Τσατάλτζας (1842 - 1915). Η Χωριστή περιήλθε επίσημα στο ελληνικό κράτος μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων.

Από το 1915 εγκαθίστανται Έλληνες πρόσφυγες από το Ορτάκιοϊ της Βόρειας Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Χωριστή δέχτηκε πρόσφυγες κυρίως από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο όπου εγκαθίστανται σε νέους οικισμούς, στο νότιο τμήμα της, τα αποκαλούμενα από τους ντόπιους Θρακιώτικα και Λαζαίικα. Επίσης εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.



Τρεις πνευματικοί φάροι της Χωριστής:



Εκκλησία (1903-1906), 

Ο ναός είναι κατασκευασμένος με τρίκλιτη βασιλική σε σχέδια Αυστριακού αρχιτέκτονα ενώ το τέμπλο είναι έργο της περιόδου 1842 - 1844

Η παλαιότερη εικόνα του ναού ανάγεται στον 18ο αιώνα ενώ στις υπόλοιπες εικόνες συμπεριλαμβάνονται και έργα του Έλληνα ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη 

Αναγνωστήριο (1903-1906), 

Σχολείο πάνω στο λόφο (1912-1920).

Κτίστηκαν με δαπάνες των Μακεδονομάχων κατοίκων της Χωριστής τότε Τσατάλτζας , με την συνδρομή καπνεμπόρων και καπνεργατών, ένας εκ των οποίων προσέφερε το ποσό των 33.800 γροσιών και με τη θερμογόνο καθοδήγηση 
του εθνο-ιερο-μάρτυρα Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου (1902-1910) 
και του ισάξιου διαδόχου του, 
Μητροπολίτη Αγαθάγγελου Β' (1910-1922).


Στην Χωριστή δραστηριοποιούνται το φιλανθρωπικό σωματείο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, σύλλογος Φαρασιωτών Καππαδοκίας με την επωνυμία Άγιος Βασίλειος και ο μουσικοδραματικός σύλλογος "Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που δημιουργήθηκε τα 1906 και το 1912 μεταφέρθηκε στην Χωριστή. Αναπτύχθηκε η μουσική (ιδρύθηκε φιλαρμονική), ο παραδοσιακός αλλά και ο Ευρωπαικός χορός (βαλς, τάνγκο), το θέατρο και γενικά ο πολιτισμός. Η περίοδος 1920-1940 θεωρείται η χρυσή εποχή της Χωριστής, η οποία αποτέλεσε το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Αργότερα διατηρήθηκε η παράδοση με ευλάβεια και από το 1976 και μετά δυναμικά ο σύλλογος Η Αναγεννηθείσα Μακεδονία δημιούργησε πολλές πολιτιστικές ομάδες, όπως χορευτική και θεατρική και καθιέρωσε το περίφημο καρναβάλι της Χωριστής, πάντα με πολύ μεράκι, προσωπική δουλεία και την αρωγή της Κοινότητας και του Δήμου. 



Πηγές : Βικιπαίδεια, κ. Σοφία Τσιρακίδου πρόεδρος του Μουσικοδραματικού Συλλόγου Χωριστής «Η Αναγεννηθείσα Μακεδονία»




                  ΤΑ ΦΥΛΑΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Είναι γνωστή η προσήλωση του ελληνικού λαού στα κάθε λογής φυλαχτά, που η χρήση τους έχει πολύ μεγάλη διάδοση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. 

Το φυλαχτό ή χαϊμαλί, όπως λέγεται, όταν δεν είναι καμωμένο πρόχειρα από πανί, είναι μια τετράγωνη, στρογγυλή ή τριγωνική ασημένια θήκη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, όπου ο λαός κλείνει κάθε λογής φυλακτικά αντικείμενα, όπως αγιοταφίτικα λουλούδια ή τιμιόξυλο, που θεωρούσε ότι έχουν τη δύναμη να τον προστατεύσουν. 
Η θήκη αυτή στολίζεται με ανάγλυφες παραστάσεις αγίων και με μια ελαφριά και μακριά αλυσίδα κρεμιέται χιαστί από το λαιμό. 
Πολλές φορές όμως παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πλουτίζεται με χρωματιστές πέτρες, χοντρές περίτεχνες αλυσίδες και κρεμασίδια κάθε λογής. 
Πρακτικά τα φυλαχτά μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: τα προσωπικά ή ατομικά, και τα γενικά. 
Το προσωπικά φυλαχτά είναι εκείνα που προστατεύουν τον άνθρωπο από τις αρρώστιες, τη μαγεία, την γλωσσοφαγιά, δυναμώνει μέσα του τη δύναμη και τη δραστηριότητα, και τον υπερασπίζει από κινδύνους. Τα φυλαχτά αυτά φοριούνται σε απ' ευθείας επαφή με το δέρμα ή με το ειδικό μέρος του σώματος που έπρεπε να προστατέψουν. 


Τα γενικά φυλαχτά ενεργούν σε μια ευρύτερη σφαίρα επιρροής, κι' έχουν το σκοπό να προστατεύουν σπίτια, αυτοκίνητα, κλπ.





Κάστανα, η καλλιέργεια και οι ευεργετικές ιδιότητες τους .




Με το όνομά της έχουν "βαφτισθεί", ως φόρος τιμής και εκτίμησης, δεκάδες ελληνικά χωριά, ενώ αποτελεί το μοναδικό δένδρο που παράγει αλεύρι, γι’ αυτό και είναι γνωστή και ως "ψωμόδενδρο".

Η καστανιά είναι πανάρχαιο δέντρο όπως αποδεικνύεται από διάφορα ευρήματα της εποχής του Χαλκού. Ήταν η τροφή των φτωχών το μεσαίωνα.



Οι καστανιές είναι μεγάλα δέντρα συνήθως και το ύψος τους μπορεί να φτάσει τα 35 μέτρα. Είναι είτε αυτοφυή είτε καλλιεργούνται για τους νόστιμους καρπούς τους και για την καλή σε ποιότητα ξυλεία τους αλλά και σαν καλλωπιστικά σε διάφορα πάρκα. Οι καστανιές πρέπει να βρίσκονται σε υψόμετρο πάνω από 250 μέτρα και δεν ευδοκιμούν σε χαμηλότερα υψόμετρα.

 

Στην Ελλάδα ο καστανάς είναι από τα πιο παλιά και παραδοσιακά επαγγέλματα και η εικόνα ενός ανθρώπου με μία μικρή ψησταριά με το όνομα φουφού,να ψήνει κάστανα το χειμώνα στους δρόμους των μεγάλων πόλεων έχει μείνει κλασσική. Καστανιές βρίσκονται κυρίως στη Θεσσαλία, Μακεδονία και στις ορεινές περιοχές της Κρήτης και της Λέσβου. Ονομαστές ποικιλίες είναι τα κάστανα Πηλίου και Κρήτης. Ειδικότερα στη Λέσβο ο τύπος του κάστανου φέρνει πιο πολύ στους μικρασιατικούς τύπους κάστανου παρά στους ηπειρωτικούς της Ελληνικής ενδοχώρας.

Υποτιμημένη από τους Έλληνες αγρότες, αλλά και την Πολιτεία παραμένει η καστανιά, που θα μπορούσε να καταστεί ένα δυναμικό προϊόν και να συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του εισοδήματος των ορεινών πληθυσμών σε πολλές περιοχές της χώρας μας δυστυχώς όμως λόγω των ελλείψεων πολιτικών στήριξης της ορεινής επαρχίας που εφαρμόζονται και στην αγροτική οικονομία καθώς και λόγω έλλειψης συγκεκριμένου σχεδίου, έχει φτάσει στο σημείο να εισάγει τη τελευταία δεκαετία 6000 τόνους νωπού κάστανου από τη Πορτογαλία, τη Τουρκία, και τελευταία και από τη Νότια Κορέα και τη Κίνα. Ενδεικτικό της πτώσης της εγχώριας παραγωγής είναι το γεγονός ότι τις δεκαετίες του 1960 και 1970 η Ελλάδα παρήγαγε 18000 τόνους κάστανα το χρόνο. Τη τελευταία δεκαετία παρήγαγε μονάχα 11000 τόνους. Τα αίτια που έγινε αυτή η ραγδαία μείωση της καλλιέργειας κάστανου εκτός από τις πολιτικές αιτίες έχει να κάνει και με φυσικές (έλκος της καστανιάς). Πάντως γίνονται και προσπάθειες βελτίωσης της παραγωγής. Από το 1992 γεωπόνοι κάνουν βιολογική καταπολέμηση σε ολόκληρη τη χώρα του μύκητα ‘έλκος της καστανιάς’ με αποτέλεσμα το τελευταίο χρόνο η παραγωγή να παρουσιάσει άνοδο στους 12000 τόνους, ίσως και ως τους 13000. Μέχρι στιγμής 17 νομοί σε όλη την Ελλάδα καταπολέμησαν το μύκητα και μένουν άλλοι 11 νομοί.

Τρόπος αναπαραγωγής :Πολλαπλασιάζονται με σπόρο, με μοσχεύματα και με εμβολιασμό. 

 


Τρόπος καλλιέργειας : Πυκνότητα φύτευσης :

 Σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική, οι παραγωγοί φυτεύουν άγρια υποκείμενα στα κτήματά τους σε φυτευτικό σύνδεσμο από 8Χ8 έως 10Χ10 μ. Ένα απ'τα θετικά της καλλιεργειας είναι ότι η καλλιέργεια της καστανιάς δεν είναι πολύπλοκη όπως συμβαίνει με άλλες καλλιέργειες. Το δέντρο ανθίζει κατά την άνοιξη και τα κάστανα ωριμάζουν από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τέλη Νοεμβρίου ανάλογα με τις συνθήκες και τη ποικιλία. Άρδευση-λίπανση : Αρχικά τον Ιούνιο είναι απαραίτητο να γίνει το πρώτο ράντισμα. Στη συνέχεια τον Ιούλιο πρέπει να γίνει το δεύτερο ράντισμα και πρέπει να κοπούν τα χορτάρια στο χωράφι και αμέσως να γίνει το πότισμα. Τον Αύγουστο γίνεται το τρίτο και τελευταίο ράντισμα ενώ ένα ακόμη κόψιμο χορταριών καθώς και πότισμα πρέπει να επαναληφθεί τον Σεπτέμβριο. Το μέγεθος του κάστανου έχει να κάνει με την υγρασία, τη ποικιλία και τη σύσταση του εδάφους.Τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι απαγορευτικά για την ανάπτυξη του φυτού. Συγκομιδή :Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι το μεγαλύτερο έξοδο για όλη τη καλλιέργεια είναι όταν έρθει η ώρα της συγκομιδής γιατί χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια. Η συγκομιδή γίνεται με τίναγμα των καρπών του δέντρου και στη συνέχεια γίνεται μάζεμα με το χέρι. Μερικοί στρώνουν δίχτυα για πιο εύκολο μάζεμα. 

Οταν τα δενδρύλλια φτάσουν σε ηλικία περίπου 3 ετών, τα νεαρά δένδρα αρχίζουν να καρποφορούν και τότε προβαίνουν σε εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό ή με σχιστό και υπόφλοιο εγκεντρισμό) με εμβόλια τα οποία προμηθεύονται από εκλεκτούς φαινότυπους (plus trees) που κατά την κρίση τους εντοπίζουν σε δικά τους ή γειτονικά κτήματα. Ομως, στον 21ο αιώνα η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς απαράδεκτη. Οι παραγωγοί θα πρέπει πρώτα να προβαίνουν σε εδαφολογική ανάλυση των αγροτεμαχίων τους. Εάν το έδαφος είναι κατάλληλο, θα πρέπει να κάνουν έρευνα αγοράς και να προμηθεύονται τα δενδρύλλια επιθυμητής ποικιλίας ή προέλευσης. Εχθροί-ασθένειες : Μετά την καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς και τον έλεγχο της μελάνωσης με φειδωλή άρδευση, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές να καταφεύγουν σε γαλλικές ή άλλες ξενόφερτες ποικιλίες με άνοστο καρπό ("πατάτα") και οι οποίες διαφημίζονται ως ανθεκτικές σε ασθένειες. Το αρνητικό όμως είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν φυτώρια που να έχουν σφραγίδα πιστοποίησης και οι περισσότεροι καλλιεργητές αγοράζουν τα δέντρα από μη πιστοποιημένα φυτώρια με αποτέλεσμα η ποιότητα της παραγωγής να είναι αμφισβητούμενη. Απόδοση-παραγόμενη βιομάζα : Κάθε δέντρο μπορεί να δώσει από 30-50 κιλά κάστανα. Το μέγιστο της απόδοσης θεωρείται το 50ο-60ο έτος της ηλικίας του. Ανάλογα με το είδος, μέσα στο περίβλημακαρπού υπάρχουν 2-3 καρποί και σε άλλα είδη μόνο ένας. Η απόδοση της καλλιέργειας καστανιάς δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Με σημερινές τιμές, μια σύγχρονη, φροντισμένη φυτεία αποδίδει περίπου 350-400 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο. 

Μεταποιείται περίπου μόνο το 10% της παραγωγής σε γλυκό κουταλιού, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου ποσοστό 30-40% μεταποιείται σε πλήθος προϊόντων, όπως αποφλοιωμένο στεγνό ή κονσερβοποιημένο κάστανο, καστανάλευρο, σκευάσματα αρτοποιίας, ζυμαρικά, ηδύποτα και μπύρα, πουρέ και κρέμα κάστανου, διάφορα γλυκίσματα, με κορυφαίο προϊόν το μαρόν γλασέ (marrons glaces). 

Είδη 

Τα κυριότερα είδη καστανιάς είναι:

Η Ευρωπαϊκή Καστανιά. Γρήγορα αναπτυσσόμενο δέντρο που φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος. Τα φύλλα του είναι πριονωτά και μεγάλα, τα κάστανα έχουν καφέ ή καστανόγκριζο ρυτιδωμένο φλοιό. Το ξύλο της Ευρωπαϊκής καστανιάς είναι σκληρό και ανθεκτικό, σχίζεται εύκολα και δεν προσβάλλεται από μύκητες και έντομα. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στην παραγωγή δοκαριών, πασσάλων σαν οικοδομική ξυλεία (ανθεκτικές σανίδες) στην παραγωγή χαρτιού και στη βυρσοδεψία.

Η Ιαπωνική καστανιά. Είναι δέντρο ή θάμνος με ύψος που φτάνει τα 10 μέτρα. Έχει φύλλα σχήματος καρδιάς και τα κάστανα που παράγει είναι μεγάλα αλλά όχι τόσο νόστιμα.
Η Αμερικανική καστανιά. Το ύψος των δέντρων φτάνει τα 35 μέτρα και δίνει καλής ποιότητας ξυλεία ενώ και οι καρποί τους θεωρούνται από τους πιο νόστιμους. Το είδος κινδύνευσε με εξαφάνιση όταν το 1900 ένας μύκητας πρόσβαλλε τα δέντρα και προκάλεσε την ασθένεια «σήψη της καστανιάς». Όσες καστανιές παρέμειναν από την πανωλεθρία αυτή διασταυρώθηκαν με ανθεκτικές ασιατικές ποικιλίες.

Η Κινεζική καστανιά. 

Τα δέντρα φτάνουν τα 18 μέτρα ύψος. Είναι ένα πολύ ανθεκτικό είδος στα έντομα και τις ασθένειες καθώς και στο σάπισμα. Αναπτύσσεται σε μεγάλα υψόμετρα, πάνω από 2000 μέτρα. Τα κάστανα της θεωρούνται πολύ νόστιμα.


Ευεργετικές και θεραπευτικές ιδιότητες


Το κάστανο αποτελεί καρπό πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία (άμυλο, σάκχαρα, πρωτεΐνες, λίπη και φυτικές ίνες), μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες Β1, Β2, Β3, Β5, C, ενώ αποτελεί τροφή με αρκετά υψηλή θερμιδική αξία χωρίς χοληστερόλη (189 θερμίδες / 100 γραμ.). Τα νωπά κάστανα περιέχουν 50% νερό, 45%υδατάνθρακες και 5% φυτικό έλαιο. Τρώγονται ψητά ή βραστά,χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική σε διάφορες συνταγές και γίνονται και αλεύρι κυρίως σε διάφορες περιοχές της Ασίας.Σημειώνεται πως η βιταμίνη C είναι θερμο-ανθεκτική και επομένως δεν διασπάται κατά το βράσιμο ή ψήσιμο των καρπών. Η γεύση της σάρκας του καρπού είναι υπόγλυκη, ζαχαρώδης και στους άγριους καρπούς ελαφρά πικρή, ιδιαίτερα όταν τρώγεται με το περισπέρμιο (χνουδωτή επιδερμίδα). Είναι σημαντικό πως κάστανα συνιστώνται στην Παιδιατρική για τη θεραπεία περιστατικών γαστρεντερίτιδας και κοιλιακών ανωμαλιών νηπίων και παιδιών καθόσον αποτελούν τροφή χωρίς γλουτένη. Η περιεκτικότητά του σε φυτικές ίνες είναι επίσης υψηλή και, σε αντίθεση με άλλους ξηρούς καρπούς, το κάστανο περιέχει λίπη σε πολύ χαμηλό επίπεδο (μόνον 2-5%). 

Στα βρασμένα κάστανα παρατηρείται αύξηση στην περιεκτικότητά τους σε νερό, αλλά μειώνεται η πρωτεΐνη, ενώ αυξάνεται η περιεκτικότητα σε λίπη. Αντίθετα, στα ψημένα κάστανα, η πρωτεΐνη δείχνει να αυξάνεται, το ίδιο και οι αδιάλυτες και διαλυτές φυτικές ίνες, ενώ τα διαθέσιμα σάκχαρα μπορεί να αυξηθούν κατά 25%, με αποτέλεσμα και το ενεργειακό επίπεδο να αυξάνεται σημαντικά. 


Ευεργετικό για την υγεία το μέλι καστανιάς: Το μέλι ανθέων καστανιάς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στη χώρα μας. Είναι σκουρόχρωμο και έχει ιδιαίτερα έντονη γεύση και μοναδικό άρωμα.Οι μελισσοκόμοι ενθαρρύνουν τα μελίσσια τους να βόσκουν νέκταρ και γύρη καστανιάς διότι έτσι παρατείνεται η διάρκεια ζωής της μέλισσας και επιτυγχάνεται η ενδυνάμωση των πληθυσμών τους. Ομως, το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς έχει τον ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτήρα να εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηριακών προσβολών στον άνθρωπο. Στην Ιταλία το μέλι καστανιάς παραδοσιακά χρησιμοποιείται για επικάλυψη χρόνιων πληγών, εγκαυμάτων και δερματικών ελκών, ακριβώς λόγω της αντιβακτηριακής του δράσης.
Συμπερασματικά, το κάστανο όχι μόνον αποτελεί καρπό υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά είναι και εξαιρετικά ευεργετικό για την ανθρώπινη υγεία. 




                                         Μαντήλι Καλαματιανό … Μεταξωτό


Το Καλαματιανό Μαντήλι που όλοι έχουμε τραγουδήσει και χορέψει, έχει τη δική του ιστορία. Ιστορία παλιά όπως και ο Ελληνισμός, ιστορία που χάνεται κι αυτή με το πέρασμα του χρόνου αλλά δύει στον σύγχρονο κόσμο.

Σαν πας στην Καλαμάτα και `ρθεις με το καλό
φέρε μου ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό
αμάν, καλέ μεταξωτό


Στο ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας βρίσκεται η Ιερά Μονή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών.


Η ιστορία ξεκινάει από το 1796 που ο γέροντας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, ιερομόναχος και διδάσκαλος, την ξεκίνησε. Ο γέροντας, αν και γεννημένος στην Καλαμάτα, καταγόταν από τη Δημητσάνα. Εκεί έμαθε την τέχνη του μεταξιού όταν φοιτούσε στη Μονή Φιλοσόφου. Με την επιστροφή του στην Καλαμάτα άρχισε να ασχολείται με την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα, αφού πέρασε αρκετά χρόνια εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη επί Τουρκοκρατίας και από εκεί έφερε και τους μεταξοσκώληκες, που βρήκαν άφθονη τροφή στις μουριές γύρω από το μοναστήρι. Στην παράδοση που ξεκίνησε εκεί γύρω στο 1800, βοήθησαν και οι 5 μοναχές που έφτασαν από την Κωνσταντινούπολη και δίδαξαν στις επόμενες την τέχνη.


Στήθηκαν αργαλειοί στο μοναστήρι και η παραγωγή άρχισε, ο γέροντας ίδρυσε εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πλατεία 23ης Μαρτίου, 27 εργαστήρια και έφτασε να εξάγει 3 τόνους μετάξι τον χρόνο, αφού όλα τα γύρω σπίτια καλλιεργούσαν το μεταξοσκώληκα και του πήγαιναν τα κουκούλια.

Στην σημερινή εποχή, η πρώτη ύλη δεν παράγεται πλέον στην περιοχή, αλλά έρχεται από το Σουφλί και μετά μπαίνει στους αργαλειούς της μονής. Μια δύσκολη εργασία που πέφτει σε 3 μόνο μοναχές από τις συνολικά 17 οι οποίες μονάζουν. Και παρόλο που οι παλιοί αργαλειοί δεν έχουν βγει στην αχρηστία, η ύφανση γίνεται σε ηλεκτρικό αργαλειό για να παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα από μαντίλια και τραπεζομάντιλα. Παλιότερα υφαίνονταν και ιερά άμφια. Η μονή έχει βραβευτεί για την τέχνη της στην υφαντουργία.

Το γνήσιο καλαματιανό μαντίλι το φτιάχνουν οι μοναχές στη Μονή Καλογραιών. Η τέχνη αυτή περνά από μοναχή σε μοναχή και οι επισκέπτες της Μονής στέκονται με δέος και παρακολουθούν την ύφανση στους αργαλειούς, την σαΐτα, τις κλωστές.

Το ομώνυμο δημοτικό τραγούδι συναντάται σε ηχογράφηση για πρώτη φορά το 1927 από τον Λευτέρη Μεν(λ)εμενλή σε δίσκο της COLUMBIA, ακολουθούν το 1929 ο Αντώνης Νταλγκάς, το 1934 η Ρόζα Εσκενάζι και μετέπειτα εκατοντάδες άλλοι καλλιτέχνες.

Ακούστε το τραγούδι από την κ. Φιλιώ Πυργάκη.



Άρθρο αφιέρωμα από το www.xoreytis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πρωταπριλιά: Γιατί λέμε ψέματα σήμερα; Τι ισχύει με το έθιμο στην Ελλάδα

Πρωταπριλιά: Γιατί λέμε ψέματα σήμερα; Τι ισχύει με το έθιμο στην Ελλάδα Κάθε χρόνο σαν σήμερα 1η Απριλίου αναβιώνει το έθιμο με τα ψέματα. ...